Η ουτοπία υπέκυψε μπροστά στην πίστη των Ελλήνων και κάθε όνειρο ενσαρκώθηκε με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου εντός των τειχών το 1987. Αυτό ήταν αρκετό ώστε ο Έλληνας να αγαπήσει τη καλαθοσφαίριση και να καθηλωθεί σε αυτή. Τρεις δεκαετίες αργότερα, η φλόγα δεν έχει σβήσει και η κυανόλευκη κυματίζει με υπερηφάνεια. Εκείνο το βράδυ στο Στάδιο Ειρήνης & Φιλίας ο Παναγιώτης Φασούλας και ο Νίκος Γκάλης δεν άφησαν κανένα να θεωρήσει τυχαίο το γεγονός κι’έτσι, το 1989 η Εθνική ομάδα επιστρέφει για να αποδείξει πως οι επίτευξη των μεγάλων στόχων απαιτούν σπουδαίους αθλητές, κατακτώντας το αργυρό μετάλλιο στο χαμένο τελικό με την Γιουγκοσλαβία. Κάτι που χαράχτηκε στις μνήμες όλων, ήταν το πάθος και η τιμή του να γίνεσαι μέρος της Εθνικής ομάδας. Αυτός ο σεβασμός κορυφώθηκε με το ποδόσφαιρο στις καρδιές όλων, όταν ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωνε στον ουρανό της Λισαβόνας το Ευρωπαϊκό Κύπελλο το 2004. Μια ομάδα γεμάτο δίψα για να πετύχει κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, κατάφερε με απαράμιλλο θάρρος να γράψει ιστορία απέναντι σε κορυφαίες ομάδες. Η οικογένεια που έχτισε ο Otto Rehhagel είχε ένα χαρακτήρα μαχητή που δεν τα παρατάει. Χωρίς να υπάρχει οικονομική επιφάνεια στο άθλημα όπως άλλες εθνικές ομάδες, η Γαλανόλευκη έδειξε σε όλους πως πρέπει να την υπολογίζουν. Παρόλο όμως που και οι δύο είχανε επιτυχίες η συνέχεια δεν ήταν ίδια.
Ένας λόγος για τον οποίο το μπάσκετ κατάφερε να διατηρήσει την δημοτικότητα του, υπήρξε το γεγονός ότι οι αθλητές που γράψανε ιστορία, συνέχισαν την ενασχόληση τους με το άθλημα μεταφέροντας τις γνώσεις και τις εμπειρίες στου νεότερους. Η κατάκτηση των αγαθών ξύπνησε πολλά παιδιά από το όνειρο για να φορέσουν το εθνόσημο και τους οδήγησε στο να το κάνουν πραγματικότητα. Η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι παλαιότεροι χρειαζόταν έναν διάδοχο που βρέθηκε στα πρόσωπα των Διαμαντίδη, Παπαλουκά και Σπανούλη.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ξανά ανέλαβε την Εθνική ομάδα όντας πιο έμπειρος και το 2005 έφτασε την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο και το τρόπαιο απέναντι στην Γερμανία του Νοβίτσκι. Αυτό το κύπελλο ήταν η πεμπτουσία των αισθήσεων που κάθε Έλληνας θα θυμάται τις ιαχές του κόσμου που πλημμύρισε τη χώρα με τους πανηγυρισμούς. Το σκήπτρο πλέον είχε περάσει στα νεανικά χέρια της Εθνικής μας, με τους παλαίμαχους να δικαιώνονται για την επιμονή τους στην ομάδα που σκόρπισε χαμόγελα με τις επιτυχίες της. Ήταν πολύ σημαντικό για τους νέους παίχτες που είχανε δει επιτυχίες μόνο στη τηλεόραση και σε ατομικά αγωνίσματα, να καταφέρουν κάτι τόσο σπουδαίο.
Επίσης, παρά το νεαρό της ηλικίας που είχανε οι περισσότεροι, έδειξαν πως δεν υπάρχει κάποιο ταβάνι για εκείνους. Κάτι το οποίο έγινε παράδοση και πέρασε από γενιά σε γενιά δεν είναι άφταστο όνειρο αλλά κάτι που μπορούν να πετύχουν ομάδες σε μικρότερη ηλικία και με μικρότερη οικονομική δύναμη. Δεν είναι λίγες οι φορές που αθλητές αποδεικνύουν πως το μόνο αναγκαίο είναι να διαθέτεις ψυχική δύναμη. Τα χρόνια πέρασαν και η κληρονομιά αυτού του πάθους από τους παλαιότερους έφερε σπουδαίες μέρες για το άθλημα. Με τέτοιες επιτυχίες η φανέλα της Εθνικής απέκτησε βάρος και η ζυγαριά έγερνε προς το σεβασμό όταν αντίκριζαν την Γαλανόλευκη. Υπογραφή για το μέλλον έβαλαν γονατίζοντας τη θρυλική Αμερική και φτάνοντας στον τελικό Παγκοσμίου κυπέλλου όπου κέρδισαν το αργυρό μετάλλιο.
Όπως οι παλιοί έτσι και οι νέοι, δεν άφησαν περιθώρια σε κανένα να υποτιμήσει τη προσπάθεια τους, θεωρώντας τη τυχαία. Έτσι κλείνει τις επιτυχίες το 2009 κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο στο Eurobasket παραμένοντας στην ελίτ της Ευρώπης.
Ακόμα ένας λόγος που συνεχίστηκαν οι επιτυχίες ήταν το γεγονός πως οι διακρίσεις δεν τους ώθησαν να ξενιτευτούν αλλά παρέμειναν σε ομάδες της χώρας. Οι κορυφαίοι της Ελλάδας έμειναν στην Ελλάδα προσπαθώντας να φτιάξουν την εικόνα των ομάδων της χώρας. Μπορεί να ήταν σε διαφορετικούς συλλόγους, όμως η ευγενής άμιλλα έτρεφε τον κόσμο με συναισθήματα προσωπολατρείας απέναντι στους πρωταθλητές Ευρώπης που κρατάνε μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός πως στο ποδόσφαιρο επενδύονται περισσότερα χρήματα, δεν έπαιξε ρόλο για το μπάσκετ να αφήσει εποχή και να δώσει τη σκυτάλη στους σημερινούς: Αντεντοκούμπο, Καλάθη, Αθηναίου, Κόνιαρη κ.α. να αφήσουν εποχή.
Στην απέναντι όχθη το ποδόσφαιρο δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του 2004 και επαναπαύτηκε σε αυτή. Η δόξα δεν έδωσε κίνητρο στους ίδιους για να επαναληφθούν σπουδαίες νύχτες, αλλά να αφήσουν το ενδιαφέρον τους στο πλάι. Η φυγή των ποδοσφαιριστών σε ομάδες του εξωτερικού για την προσωπική τους διάκριση ήταν ένας λόγος όπου δεν χειρίστηκαν την μετέπειτα πορεία της Εθνικής με αποτέλεσμα να σβήσει άδοξα η εκάστοτε γενιά παιχτών. Η επιτυχία θεωρήθηκε τυχαία και κανείς δεν το πίστεψε. Οι διεθνείς αφήσανε την άποψη αυτή να υπερισχύσει παρόλο που καταθέσανε ψυχή στα γήπεδα για να φτάσουν στην κορυφή της Ευρώπης. Ότι χτίσανε το γκρέμισαν και αφήσανε τη νέα γενιά απροστάτευτη. Επιπλέον οι περισσότεροι μετά την καριέρα τους καθησυχάστηκαν στο γεγονός ότι λύθηκε το όποιο οικονομικό πρόβλημα και αφήσανε το ποδόσφαιρο ή τις θέσεις στον αθλητισμό. Ενώ θα μπορούσανε μέσα από άμεσα συνδεδεμένες θέσεις με τους αθλητές, να βοηθήσουν και να δώσουν το έναυσμα για νέους στόχους. Αυτό όμως δεν συνέβη.
Ένας επιπλέον λόγος που το ποδόσφαιρο στη χώρα μας έμεινε πίσω σε αντίθεση με άλλες ομοσπονδίες, είναι το γεγονός πως δεν υπάρχει διαφάνεια στο πρωτάθλημα της χώρας. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κατάσταση που επικρατεί και αποφεύγουν να έρθουν στη χώρα μας. Η μη υγιής κατάσταση που υπάρχει δυσκολεύει επενδυτές να έρθουν και να στηρίξουν τις ομάδες. Ακόμα και εδώ η οικονομική κρίση παίζει ρόλο μιας και και δεν δίνει τη δυνατότητα σε μικρότερες ομάδες να ανταπεξέλθουν και το ποδόσφαιρο γίνεται πιο φτωχό. Σημαντική απόδειξη αυτής της κατάστασης, είναι η απουσία του κόσμου από τα γήπεδα.
Σε ένα χώρο όπου ο κόσμος του αθλητισμού ψάχνει πρότυπα, η χώρα μας υστερεί. Οι Έλληνες φίλαθλοι έχουν ως ήρωες ξένους αθλητές και όχι Έλληνες. Ακόμη ένας λόγος που το ποδόσφαιρο δεν μπόρεσε να φέρει εθνική επιτυχία, δεν είναι το γεγονός πως οι υπόλοιπες Εθνικές ομάδες απαρτίζονται από παίχτες εκατομμυρίων αλλά το γεγονός πως έσβησε το όνειρο και η πίστη πως μπορούμε να ξανα πετύχουμε το έπος του 2004. Οι περισσότεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές ακολούθησαν τα βήματα των παλαίμαχων και έφυγαν στο εξωτερικό. Έχουν ευθύνη για τις επιτυχίες που δεν συνεχίστηκαν 13 χρόνια μετά, διότι δείχνουν πως δεν τους ενοχλεί η μετριότητα, καθώς και να πετύχουν σε μεγάλες διοργανώσεις.
Συνοψίζοντας, η μυστική συνταγή της επιτυχίας του ελληνικού μπάσκετ δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα. Από την άλλη πλευρά, το ποδόσφαιρο δείχνει να έχει χάσει τις ισορροπίες. Οι συνθήκες και τα πρόσωπα αλλάζουν όμως η Εθνική ομάδα παραμένει στάσιμη. Η λύση θα μπορούσε να είναι η ριζική αλλαγή στα πρόσωπα τα οποία πλαισιώνουν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ένας ηγέτης είναι αυτός που λείπει από την εποχή της επιτυχίας για να δημιουργήσει στους παίχτες την ανάγκη, να επαναφέρουν τη χαμένη εθνική υπερηφάνεια. Ωστόσο, το νέο αίμα του μπάσκετ ξέρει τι θέλει μέσα στο γήπεδο και προφυλάσσει την ιστορία του. Για να μην φανώ κακός πάντως, το ποδόσφαιρο με μερικές αλλαγές σε πρόσωπα που κάλεσε ο προπονητής, θα μπορέσει να κάνει σπουδαία πράγματα γιατί πιστεύω πολύ σε αυτή τη γενιά που ήρθε.